Σελίδες

Η Εκκλησία βρίσκει τη φωνή της - του Νίκου Ξυδάκη

του Νίκου Ξυδάκη 

H απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικά με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο έφερε ανακούφιση στους χριστιανούς και σε όσους Ελληνες πολίτες αρνούνται να παραδοθούν στο μίσος και τον ρατσισμό. Και είναι πολλοί αυτοί, είναι η πλειονότητα· σιωπηρή ίσως, εν σχέσει με τους υλακτούντες ακροδεξιούς και τους αφρίζοντες ιεράρχες που βάλθηκαν να κανονίσουν τον βίο των συνανθρώπων τους δι’ αποκλεισμών και κολασμών. Η συνοδική ολότης της Εκκλησίας υπερίσχυσε των μεμονωμένων φωνών που θορυβούν στα κανάλια και έδωσε αυτή τον τελικό λόγο. Ως εξής:

«Η Εκκλησία της Ελλάδος επί χρόνια τώρα βοηθεί και περιθάλπει χιλιάδες νομίμων και παρανόμων μεταναστών, ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστεως και φυλετικής καταγωγής, ακόμη και σήμερα εν μέσω της οικονομικής κρίσεως. Επιπλέον, διδάσκει όχι απλώς την ανοχή απέναντι στον “άλλον”, όπως επιδιώκεται με το νομοσχέδιο, αλλά –πολύ περισσότερο– την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον». Θεολογημένα, ήρεμα, ολοκληρωμένα. Και πολιτισμένα.

Η απόφαση της ΔΙΣ, καρπός ασφαλώς λεπτών χειρισμών της εκκλησιαστικής ηγεσίας, αναβαθμίζει την Εκκλησία στα μάτια των καλόπιστων, αλλά επιπλέον προσφέρει πολύτιμη βοήθεια ψυχικής συνοχής σ’ ένα λαό που τη χρειάζεται κατεπειγόντως· προσφέρει μάθημα πολιτικής ωριμότητας σε μια δημόσια σφαίρα κερματισμένη, πλήρη αντινομιών και συγχύσεως. Με την απόφασή της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος υπενθυμίζει ότι τα πεδία δράσης κράτους και Εκκλησίας είναι διακριτά: η Εκκλησία δεν νομοθετεί, δεν κανονίζει, δεν αποκλείει. Απεναντίας, ρόλος της είναι η παρηγοριά, η ανακούφιση, η συμπερίληψη, η φιλαλληλία, για όλους, απροϋπόθετα.

Οπως προσφυέστατα το έθεσε ο θεολόγος Χαράλαμπος Βέντης σε σχετικό άρθρο του: «Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι ο βιβλικός Θεός (σε αντίθεση με τα απειράριθμα είδωλα-κακέκτυπά Του), όπως πολύ ωραία επεσήμανε κάποτε ο Αλβανίας Αναστάσιος, είναι Θεός εκπλήξεων, Θεός ανατροπών - ένας Θεός, ο οποίος μας γνωρίζει όπως ακριβώς μας μνημονεύει η Εκκλησία, δηλαδή με τα κύρια βαφτιστικά μας ονόματα, αδιάφορα από τα φυσικά μας χαρακτηριστικά: εθνικότητα, φυλή, φύλο, χρώμα, ακόμη και σεξουαλικό προσανατολισμό». Και όπως σχολίασε η δραστήρια και μαχητική Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοναζισμού, Νεοφασισμού: «Η σημερινή απόφαση της ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ιστορικής σημασίας. Διαψεύδει τις Κασσάνδρες που έσπευσαν να θεωρήσουν ότι η στάση μιας ελάχιστης ομάδας ιεραρχών θα επικαθορίσει το όλο, ή ότι η Εκκλησία θα παραλλάξει τη φύση της δίνοντας χώρο σε ακραία και μισαλλόδοξα κηρύγματα [...] Είναι μια επιχειρηματολογία γιατί η Εκκλησία είναι θεμελιωδώς αντιρατσιστική, ακολουθώντας τον σταυρωθέντα και αναστηθέντα Λόγο».

Απρόσμενα, λοιπόν, η πιο ζυγισμένη και πολιτική συμβολή στην καυτή συζήτηση για τον ρατσισμό και την ανεκτικότητα, ήρθε από την Εκκλησία, τη συνοδική Εκκλησία εννοείται, και όχι από τους τηλεκήρυκες του μίσους. Σαν πολύτιμο οξυγόνο ηρεμίας προς τη δημοκρατική κοινωνία, σε ώρες που τόσο πολύ το χρειάζεται. Και σαν τροχιοδεικτικό: ιδού μια οδός, από πολλές, για να βγούμε από την πολύμορφη κρίση που μας ταλανίζει: η αγάπη, όχι το μίσος, η φιλαλληλία και όχι η κατάκριση, η ανεκτικότητα και όχι ο αποκλεισμός, η κατορθωμένη και ξανακερδισμένη δημοκρατία, όχι ο ολοκληρωτισμός. Παλαιότατο μάθημα, λησμονημένο. Είναι τα λόγια του προφήτη Ωσηέ, «έλεος θέλω και ου θυσίαν και επίγνωσιν Θεού ή ολοκαυτώματα», ξανακουσμένα στον λόγο του Ιησού, «πορευθέντες δε μάθετε τι εστιν έλεον θέλω και ου θυσίαν, ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. Θ΄ 13). Ελεος, όχι ολοκαυτώματα.